- ανευχαρίστητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, μεμψίμοιρος2. που δεν αναγνωρίζει το καλό, αχάριστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανευχαρίστητος — ανευχαρίστητος, η, ο και ανευχάριστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, ανικανοποίητος: Ό,τι και να του έκανες εκείνος έμενε ανευχαρίστητος. 2. αχάριστος, αγνώμονας: Σε δικούς του και ξένους ήταν ανευχαρίστητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)